- μύξους
- μύξοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεστρεύς — κεστρεύς, ὁ (Α) 1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις*, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.) 2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου 3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» για τίμιους άνδρες που… … Dictionary of Greek